καλησπέρισμα

καλησπέρισμα
το [καλησπερίζω]
ο χαιρετισμός με την ευχή «καλησπέρα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλησπέρισμα — το χαιρετισμός κατά τις απογευματινές (εσπερινές) συναντήσεις λέγοντας σε κάποιον καλησπέρα: Δε μ αρέσουν τα συχνά καλησπερίσματα αυτού του νεαρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”